διασκεδάζει

διασκεδάζει
διασκεδάζω
disperse
pres ind mp 2nd sg
διασκεδάζω
disperse
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ουγκό, Βικτόρ-Μαρί — (Victor Marie Hugo, Μπεζανσόν 1802 – Παρίσι 1885). Γάλλος συγγραφέας. Γιος στρατηγού, εκδήλωσε από τα πρώτα εφηβικά του χρόνια μεγάλες λογοτεχνικές φιλοδοξίες και εξαιρετικά πληθωρικό οίστρο. Το 1822 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή –που …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αδιασκέδαστος — (I) η, ο [διασκεδάζω] αυτός που δεν διασκεδάζει ή δεν διασκέδασε, αγλέντιστος. (II) η, ο (Μ ἀδιασκέδαστος, ον) [διασκεδάννυμι] αυτός που δεν διασκορπίστηκε, δεν διαλύθηκε …   Dictionary of Greek

  • αείκωμος — ἀείκωμος, ον (Α) αυτός που διαρκώς διασκεδάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + κωμάζω] …   Dictionary of Greek

  • διασκεδαστής — ο (θηλ. στρια, η) (Α διασκεδαστής διασκεδάστρια) 1. φίλος τών διασκεδάσεων, γλεντοκόπος 2. αυτός που διασκεδάζει τους άλλους αρχ. 1. διασκορπιστής 2. ως επίθ. απερίσκεπτος, αμελής …   Dictionary of Greek

  • μαστοράντζα — η 1. οι τεχνίτες ή οι μάστοροι τους οποίους χρησιμοποιεί κάποιος («αναβάλλω το βάψιμο τού σπιτιού επειδή σκέφτομαι τη μαστοράντζα που θα μαζευτεί») 2. το σύνολο τών τεχνιτών, η τάξη τών μαστόρων («το σαββατόβραδο διασκεδάζει η μαστοράντζα»).… …   Dictionary of Greek

  • νυκτογυρισμένος — νυκτογυρισμένος, η, ον (Μ) αυτός που περιφέρεται τη νύχτα και διασκεδάζει, ξενύχτης …   Dictionary of Greek

  • παρωρίτης — ο 1. ο ξενύχτης, αυτός που γυρίζει άσκοπα ή διασκεδάζει τη νύχτα 2. ο καλικάτζαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρωρα + κατάλ. ίτης (πρβλ. συνορ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • πολύκωμος — (I) ον Α 1. αυτός που μετέχει σε πολλούς κώμους, σε πολλά συμπόσια και χορούς, αυτός που διασκεδάζει συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κωμος (< κῶμος «διασκέδαση, εορτή»), πρβλ. αγλαό κωμος]. (II) ον, Μ (για τόπο) αυτός που έχει πολλές κώμες,… …   Dictionary of Greek

  • φιλοπαίγμων — ον, ΝΑ, και αττ. τ. φιλοπαίσμων, ον, Α (στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) αυτός που τού αρέσει να αστειεύεται, να πειράζει αρχ. αυτός που τού αρέσει να παίζει, να διασκεδάζει («φιλοπαίγμων Διόνυσος», Ανακρέοντ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + παίγμων (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”